- διαστρέφομαι
- διαστρέφομαι, διαστράφηκα, διεστραμμένος βλ. πίν. 210——————Σημειώσεις:διαστρέφομαι : η μτχ. διεστραμμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → αυτός που παρουσιάζει (σεξουαλική κυρίως) διαστροφή.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαστρέφομαι — διαστρέφω turn different ways pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
διαστρωφώμαι — διαστρωφῶμαι ( άομαι) (Α) 1. στριφογυρίζω 2. διαστρέφομαι … Dictionary of Greek
επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… … Dictionary of Greek
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
παραστρέφω — και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, άω, Α 1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.) 2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα» … Dictionary of Greek
παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… … Dictionary of Greek
ԽՈՏՈՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0970 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 12c, 14c ձ. ἑκκλίνω, ἁποκλίνω, ἑκνεύω declino, diverto διαστρέφομαι pervertor πλανῶμαι erro, vagor. Զարտուղիլ. շեղիլ յուղւոյ. դառնալ եւ գնալ կամ գալ ընդ այլ կողմն. մերձենալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)